Πλανούδης, Μάξιμος

Πλανούδης, Μάξιμος
(Νικομήδεια 1260 – Κωνσταντινούπολη 1310). Βυζαντινός λόγιος και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης αναγέννησης των Παλαιολόγων. Άγνωστο πού σπούδασε και πώς απέκτησε την αξιοθαύμαστη κλασική του παιδεία και την τέλεια γνώση της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας. Εκτός από μια μικρή περίοδο διαμονής του στη Βενετία, έζησε συνεχώς στην Κωνσταντινούπολη ως μοναχός και δάσκαλος συγχρόνως. Είχε φιλικό δεσμό με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο B΄ και με όλους τους συγχρόνους του λόγιους. Διακρίθηκε κυρίως ως σχολιαστής και αντιγραφέας κλασικών κειμένων και ως μεταφραστής έργων της λατινικής φιλολογίας στα ελληνικά. Σ’ αυτόν και στο Δημήτριο Κυδώνη οφείλεται κυρίως η γνωριμία των Βυζαντινών με τη σχολαστική φιλοσοφία και γενικά με τη σκέψη της Δύσης. Μετάφρασε έργα του Κικέρωνα, του Οβίδιου, του Αυγουστίνου, του Βοηθίου κ.ά. Παράλληλα, στις θεολογικές του συγγραφές υποστήριξε το αναγκαίο και το δογματικά δυνατό της ένωσης των δύο Εκκλησιών. Έγραψε επίσης μια Ιστορικήν και γεωγραφικήν συναγωγήν, διδακτικά εγχειρίδια, το βίο και συναγωγή μύθων του Αισώπου –που ήταν σε σχολική χρήση έως τον 18o αι.– λόγους, ποιήματα και εκατοντάδες επιστολές. Κατάρτισε επίσης μια συλλογή λαϊκών παροιμιών και μια ανθολογία αρχαίων επιγραμμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μάξιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Μαξιμιανός (βλ. λ.). 2. Καταγόταν από τη Μακρούπολη Θράκης και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 305) μαζί με τον Ασκληπιοδότη και τον Θεόδοτο. Η μνήμη τους τιμάται στις …   Dictionary of Greek

  • Плануд — (Μάξιμος ό Πλανούδης) визант. филолог (1260 1310), монах; в мире назывался Мануилом. В 1296 г., как знаток латинского языка, ездил послом в Венецию. Правление императоров Михаила VIII и Андроника II Палеологов, при которых жил П., было временем… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • МАКСИМ ПЛАНУД — (Μάξιμος ὁ Πλανούδης) (1260–1310) – визант. ученый энциклопедист, философ и педагог. Перевел на греч. яз. соч. Августина, Овидия, Цицерона, Юлия Цезаря и Боэция, в т. ч. его осн. труд Об утешении философией (Boethius, De consolatione Philosophiae …   Философская энциклопедия

  • Maxime Planude — (en latin Maximus Planudes, en grec Μάξιμος Πλανούδης ; né vers 1255/1260 à Nicomédie mort vers 1305/1310), grammairien, philologue et théologien byzantin, vécut sous les règnes de Michel VIII et Andronic II. Sommaire 1 Éléments… …   Wikipédia en Français

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Maximus Planudes — Maximus Planudes, less often Maximos Planoudes (Greek: Μάξιμος Πλανούδης, c. 1260 c. 1305[1]), Byzantine grammarian and theologian, flourished during the reigns of Michael VIII Palaeologus and Andronicus II Palaeologus. He was born at Nicomedia… …   Wikipedia

  • Плануд — (греч. Μάξιμος ό Πλανούδης; 1260 1310)  византийский филолог, монах богослов; в миру именовался Мануил. Был знатоком латинского языка, ездил послом в Венецию в 1296 г. К трудам Плануда в области богословия относятся 4 Συλλογισμοί об… …   Википедия

  • Максим Плануд — (греч. Μάξιμος Πλανούδης; 1260–1305) византийский грамматик, математик и теолог, который жил и работал во времена правления Михаила VIII Палеолога и Андроника II Палеолога. Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”